- πελίωμα
- πελί-ωμα, ατος, τό,A = πελίδνωμα, Hp. Coac. 394, Acut.(Sp.)2, Arist. Pr.891a1, Thphr. HP9.20.3, Crito ap. Gal.12.448, BGU928.13, al. (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελίωμα — Acut. (Sp.) neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελίωμα — τὸ, Α [πελιούμαι] πελίδνωμα … Dictionary of Greek
πελιωμάτων — πελίωμα Acut. (Sp.) neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιώματα — πελίωμα Acut. (Sp.) neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίωμα — τὸ, Α (δ. τ.) αντί πελίωμα … Dictionary of Greek